- κατουρώ
- (I)-άω, -έω (ΑΜ κατουρῶ, -έω)1. αποβάλλω ούρα, ουρώ («κυνίδιον... κατουρῆσαν πολλάκις», Λουκιαν.)2. βρέχω κάποιον ή κάτι με τα ούρα μου (α. «το μωρό μέ κατούρησε» β. «ἅς ἐγὼ φυλάξομαι νὴ τὸν Ποσειδῶ μὴ κατουρήσωσί μου», Αριστοφ.)νεοελλ.1. μεταχειρίζομαι υβριστικά κάποιον, περιφρονώ κάποιον, δεν τόν λογαριάζω («δεν τόν κατουράς, τον βλάκα»)2. μέσ. κατουριούμαι και -ιέμαια) ουρώ ακουσίως πάνω μουβ) αισθάνομαι την ανάγκη να ουρήσωγ) φοβάμαι υπερβολικά («κατουρήθηκα από τον φόβο μου»)3. φρ. «μάζεψε τα κατουρημένα του κι έφυγε» — έφυγε ντροπιασμένος4. παροιμ. «κάτσε καλά, κατούρησε κι αν δε θωρείς θωρού σε» — πρέπει πάντοτε να λαμβάνονται οι αναγκαίες προφυλάξεις.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + οὐρέω / -ῶ «κατουρώ»].————————(II)κατουρῶ, -όω (Α)πλέω με ούριο άνεμο («τὸ δὲ λοιπὸν πλῆθος ἐπαράμενον τοὺς ἱστοὺς καὶ κατουρῶσαν αὖθις ἀπεχώρει πρὸς τὴν Ἱερὰν νῆσον», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ουρόω / -ῶ (οὖρος (I) «ευνοϊκός άνεμος»), πρβλ. απ-ουρώ, επ-ουρώ].
Dictionary of Greek. 2013.